βαρυστάθμων

βαρυστάθμων
βαρύσταθμος
weighing heavy
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθέλκω — (AM καθέλκω) 1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω 2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.) αρχ. 1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”